Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαπούλα [aγapúla] η,
- beloved one, sweetheart (syn αγαπίτσα):
- poem είχα μια κοπέλα | μ' ένα φουστάνι θαλασσί | ~ φτωχή, μικρή ~ | που τώρα τη σκεπάζουνε | λίγα χορτάρια (Typaldos) |
- μαθήτρια παιδικότροπη, διαβατική ~ (LPalam) |
- με ποιόνε να σου παραγγείλω, | μικρή ~ μου, αυτού κάτου; (AKyriazis) |
- φτωχή ~, γύρισε ξανά το καλοκαίρι | και ταξιδεύει σ' ασπασμούς ζεφύρων το νησάκι μας (MPetridis)
[der of αγάπη]
- beloved one, sweetheart (syn αγαπίτσα):