Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαποβότανο το [aγapovótano] Ο41 : βότανο που το χρησιμοποιεί ο λαός ως ερωτικό φίλτρο.
[αγάπ(η) -ο- + βοτάν(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαποβότανο [aγapovótano] το, bot
- teucrium polium used as a love-charm (syn της αγάπης το βοτάνι, αγαποχόρταρο, αγαπόχορτο):
- folks. βαστούν κι ~ για τα ξανθά κοράσια.
- teucrium polium used as a love-charm (syn της αγάπης το βοτάνι, αγαποχόρταρο, αγαπόχορτο):