Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαπητικός ο [aγapitikós] Ο17 θηλ. αγαπητικιά [aγapiti
á] Ο24 : (παρωχ.) 1. (με γεν. προσώπου) αυτός που έχει ερωτικό δεσμό· εραστής, ερωμένος: Ο ~ της βοσκοπούλας. 2. αυτός που συντροφεύει γυναίκες για να τις εκμεταλλεύεται. [ελνστ. ἀγαπητικός `στοργικός΄· μσν. αγαπητικ(ή) -ιά < αγαπητικ(ός) -ή]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαπητικός, επίθ. — ουσ.· αγαφτικός.
-
- Α´ Ως επίθ.
- 1)
- α) Που αγαπά κάπ., ερωτευμένος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [725]), (Πιστ. βοσκ. I 1, 237)·
- β) που έχει ερωτική διάθεση:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [426]).
- α) Που αγαπά κάπ., ερωτευμένος:
- 2) Που αρέσκεται να κάνει κ.:
- (Hagia Sophia ω 51316).
- 3) Που τον συνδέει με κάπ. δεσμός φιλίας:
- έθνη αγαπητικά μας (Pοδολ. Δ´ 71).
- 1)
- Β´ Ως ουσ. (αρσ. και θηλ.)
- 1) Aγαπητό πρόσωπο, φίλος:
- (Φαλλίδ. 79).
- 2)
- α) Eραστής, ερωμένη:
- ταίρι έμενε ζιμιό τ’ αγαφτικού τση (Ερωφ. Β´ 496)·
- είχεν τέκνα εκ της αγαπητικής του (Aσσίζ. 39630)·
- β) θαυμαστής:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [758]).
- α) Eραστής, ερωμένη:
- 1) Aγαπητό πρόσωπο, φίλος:
[μτγν. επίθ. αγαπητικός. H λ. και σήμ.]
- Α´ Ως επίθ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαπητικός [aγapitikós] ο,
- male lover, sweetheart (syn αγαπημένος, ερωμένος, καλός, φίλος, L εραστής):
- πάει και βρίσκει τον αγαπητικό της |
- κρυφά φέρνει τον αγαπητικό της στο σπίτι |
- καμάρωνε... για την τύχη του, που είχε κείνη αγαπητικό έναν τέτοιο νικητή (Psichari) |
- την είχε κλέψει ο ~ της, ένα όμορφο ξανθό παλληκάρι (Nirvanas) |
- το λουστράκι πήρε το Θανάση για κανένα αγαπητικό (Xenop) |
- την Tάσω λίγο την ένοιαζε. Zούσε φανερά στο σπίτι της με τον αγαπητικό (KChatzop) |
- έβλεπε με άγρια μάτια τον άθλιο αγαπητικό ν' αδειάζη τη γαβάθα και να γλείφη τα μουστάκια του (Myriv) |
- τη νύχτα έβγαινεν όξω κ' έπαιζε με τον αγαπητικό (Loukatos) |
- folks. μην είδαν τον ασίκη μου, τον αγαπητικό μου |
- φεγγάρι μου [...] |...| μην είδες την αγάπη μου, τον αγαπητικό μου; |
- poem της αδελφής μου είμαι ο ~, | και ρώτα να με μάθης (Malakasis)
- ⓐ man living illicitly w. a mistress
[fr MG, K ἀγαπητικός, der of ἀγαπητός]
- male lover, sweetheart (syn αγαπημένος, ερωμένος, καλός, φίλος, L εραστής):