Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαπητικιά [aγapiticjá] η, region. (& rare αγαπητική) (female)
- lover, sweetheart (syn αγαπημένη, ερωμένη, φιλενάδα):
- ξαδέρφισσα ή ~ την είχαν; (Xenop) |
- και ποια να είναι η άτυχη αυτή ~ που δεν το ξέρει τι πόνο την έχεις (Eftaliotis) |
- μωρέ νιος και θέλει κι αγαπητική! (Kondylakis) |
- gnom οπόχει δυο αγαπητικές έχει χαρά μεγάλη, | όταν μαλώση με τη μια, πηγαίνει με την άλλη |
- folks. γιατ' έχω μια ~, λάμπει σαν το φεγγάρι |
- το 'να το πάει της μάνας του, τ' άλλο της αδερφής του, | το τρίτο το καλύτερο της αγαπητικής του |
- poem κ' η θάλασσα, η νεράιδα του, η αγαπητική του | που κάθε τόσο έσχιζε μ' ένα μικρό καΐκι (Palam)
- ⓐ mistress, w. whom the lover lives (syn φιλενάδα αστεφάνωτη, σπιτωμένη)
[fr MG αγαπητική 'id.']
- lover, sweetheart (syn αγαπημένη, ερωμένη, φιλενάδα):