Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαπητικά, επίρρ.
-
- Mε καλή διάθεση:
- αγαπητικά τον πόλεμον ετούτον να τονε ποίσετε (Θησ. (Schmitt) 336 VII 8).
[<επίθ. αγαπητικός. H λ. στο Somav.]
- Mε καλή διάθεση: