Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαπημένα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αγαπημένα, επίρρ.· ’γαπημένα· ηγαπημένα.
  • 1) Mε αγάπη, με στοργή:
    • (Λίβ. Esc. 292).
  • 2)
    • α) Mε ομόνοια:
      • αγαπημένα, σπλαγχνικά όλοι να ’σθε το ένα (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 961
    • β) με ησυχία, ειρηνικά:
      • (Γεωργηλ., Θαν. 475).

[<μτχ. παρκ. του αγαπώ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαπημένα [aγapiména] adv
  • ① in love, affectionately (syn με αγάπη):
    • τ' αδέρφια ζουν ~ |
    • τ' αντρόγυνο περνά ~
  • ⓐ in concord, peacefully:
    • μοίρασαν την κληρονομιά ~ |
    • και κάναμεν τα χρέη μας τιμίως και πατριωτικώς κι ~ (Makryg) |
    • με καμμιάν άλληνα δε θα κουβέντιαζε... αδερφικά, ~ (Psichari) |
    • πάλι τίμια και ~ θα κάνουμε τη μοιρασιά μας (Myriv)

[fr MG αγαπημένα, acc pl of αγαπημένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες