Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαπίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαπίζω [aγapízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) 1. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι με κπ.: Άντε, δώστε τα χέρια σας, ν΄ αγαπίσετε. Tο πρωί μαλώνουν, το βράδυ αγαπίζουν. 2. συμφιλιώνω κπ. με κπ. άλλο: Ήταν μαλωμένοι και τους αγάπισα.

[μσν. αγαπίζω < αγαπ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. αγαπησ-]

[Λεξικό Κριαρά]
αγαπίζω.
  • Συνταιριάζομαι με κ.:
    • (Θησ. IA´ [248]).

[<αόρ. του αγαπώ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαπίζω [aγapízo]
  • ① trans cause others to love one another, restore to friendship, reconcile (syn συμφιλιώνω):
    • ήταν μαλωμένοι και τους αγάπισα |
    • ελάτε, θα σας αγαπίσω εγώ
  • ⓐ intr become friends again (w.), become reconciled (syn συμφιλιώνομαι, τα φτιάνω):
    • εμείς γρήγορα αγαπίζουμε |
    • και αγαπίζει με τη γυναίκα του και ζήσαν καλά κ' εμείς καλύτερα (folk tale, Megas) |
    • gnom τ' αδέρφια κι αν μαλώνουνε γρήγορα αγαπίζουν |
    • αγαπίσετε για το Θεό τον ένα! φωνάζαν παραλοϊσμένες οι γυναίκες (Prevelakis)
  • ② come to love, fall in love w.:
    • μπορεί και ν' αγάπιζε μιαν άλλη γυναίκα (Myriv) |
    • poem την άνοιξη αγαπίζεις μια μικρή | το καλοκαίρι λόγο κι αρραβώνα δίνεις (LKarakasis)

[postmed der of αγάπη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες