Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαντάρω [aγandáro] Ρ6α : 1.(ναυτ.) πιάνω, κρατώ, συγκρατώ κτ.: ~ το φόρτωμα!, στηρίζω το φορτίο που γέρνει. 2. υπομένω, αντέχω, βαστάζω: Δεν ~ πια τα βάσανα.
[1: ιταλ. agguantar(e) (< guanto `σιδερένιο γάντι΄) -ω· 2: ιταλ. (διαλεκτ.) agguantar(e) (< ισπαν. aguantar) -ω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαντάρω [aγantáro]
- common [aγandáro] imper αγάνταρε, αγάντα, aor αγάνταρα & αγαντάρισα
- ① naut seize, lay hands on, hold on sth (syn πιάνω, κρατώ):
- ~ τη γούμενα or το σκοινί |
- αγάντα τα κουπιά |
- αγάντα το πανί |
- ~ ψάρι |
- αγάντα το φόρτωμα |
- τους αγαντάρισαν και τους έκλεισαν στο μπουντρούμι
- ⓐ push w. force:
- βυθίζεται μες στο ποτάμι, κάνει άλλο ένα βήμα με το άλλο πόδι, ν' αγαντάρη και να βγη από τη λακκούβα (Venezis)
- ② withstand, endure, esp in imper αγάντα! (syn αντέχω, βαστάω):
- καλά αγαντάρει το πλεούμενο |
- αγάντα, καπετάνιο, να το προσπεράσουμε (Vlami) |
- αγάντα και φτάσαμε |
- γέρασε δεν αγαντάρει τη δουλειά |
- δεν ~ πια τα βάσανα
[fr Ven agwantar 'agguantare'; αγάντα fr imper agguanta! 'hold on!']