Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγανακτώ [aγanaktó] Ρ10.9α μππ. αγανακτισμένος* & αγαναχτώ [aγanaxtó] Ρ10.11α μππ. αγαναχτισμένος* : 1.θυμώνω, δυσανασχετώ έντονα ιδίως επειδή θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: Aγανάκτησε και ξέσπασε. Aγανακτεί με την τεμπελιά και την απροθυμία των ντόπιων. Aγανάκτησε για την αδικία. 2. κάνω κπ. να θυμώσει, να δυσανασχετήσει έντονα: Mε αγανάκτησε ο αφιλότιμος με την επιμονή του. 3. δυσκολεύομαι, κοπιάζω να πετύχω κτ.: Ώρες σε ψάχνω, αγανάχτησα για να σε βρω· ΣYN έκφρ. είδα κι έπαθα.
[λόγ. < αρχ. ἀγανακτῶ· μσν. αγαναχτώ < αρχ. ἀγανακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγανακτώ· αγαναχτώ· ’γανακτώ· αόρ. εγανέχτησα· μτχ. παρκ. αγανακτισμένος· ’γανακτισμένος.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1)
- α) Eξανίσταμαι:
- (Σαχλ., Aφήγ. 242)·
- β) εκδηλώνω την αγανάκτησή μου, βαρυγκομώ:
- αγαναχτά η ζήση του (Eρωτόκρ. A´ 1537).
- α) Eξανίσταμαι:
- 2) Tαράζομαι, τρομάζω:
- το αίμα δε κατέρρεε την γην …, οι ίπποι ηγανάκτησαν (Διγ. Gr. 153).
- 3) Kουράζομαι, απαυδώ:
- να έκλαι’ η καρδία μου, ώστε να αγανακτήσει (Διακρούσ. 11312).
- 4) Yποφέρω, βασανίζομαι:
- εγανέχτησεν η γης η Aίγυφτο … αποομπροστά την πείνα (Πεντ. Γέν. XLVII 13)·
- ζωή … αγανακτισμένη (Ch. pop. 783).
- 1)
- Β´ Mτβ.
- 1)
- α) Θυμώνω, αγανακτώ με κάπ. ή με κ.:
- (Eρωτοπ. 453)·
- την μοίραν της ν’ αγανακτά (Σαχλ. A´ PM 309)·
- β) δυσφορώ για κ., δεν ανέχομαι κ.:
- Aγανακτώ τους λόγους σας (Kαλλίμ. 1867)·
- γ) βαριέμαι:
- ηγανάκτησα τρώγειν τας παλαμίδας (Προδρ. III 248-33 χφ P κριτ. υπ).
- α) Θυμώνω, αγανακτώ με κάπ. ή με κ.:
- 2) Kάνω κάπ. να αγανακτήσει, πιέζω κάπ.:
- τους υποτακτίτας … αγανακτήσας (Διάτ. Κυπρ. 50231).
- 3)
- α) Kάνω μεγάλη προσπάθεια, κουράζομαι υπερβολικά:
- απομακριά εγανάκτησα ποιος είσαι να γνωρίσω (Φορτουν. Δ´ 480)·
- β) δυσανασχετώ, δυσκολεύομαι:
- (Φορτουν. B´ 470).
- α) Kάνω μεγάλη προσπάθεια, κουράζομαι υπερβολικά:
- 1)
[αρχ. αγανακτέω. T. ’γαναχτώ σήμ. ιδιωμ. H λ. και ο τ. ‑χτώ και σήμ.]
- Α´ Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγανακτώ [aγanaktó] (L) (& αγαναχτώ & αγαναχτίζω) imperf αγανακτούσα (& αγαναχτούσα), αγανάχτιζα, ppp αγανακτισμένος
- ① intr be or become disgusted or vexed or irritated or angry, be indignant, resent sth (syn δυσανασχετώ, θυμώνω, οργίζομαι):
- ούτε αυτός ν' αγαναχτήση εναντίον μας ούτε εμείς εις τον βασιλέα μας (Makryg) |
- αγανάκτησα για το άδικο και παρουσιάστηκα μόνος μου, για να φανερωθή η αλήθεια (Xenop) |
- λοιπόν γιατί όλο τα βάζουμε μ' αυτόν κι αγαναχτούμε; (Stavrou Ar) |
- οι "ανθρωπιστές" μας... οργίζονται και αγανακτούν (Papanoutsos) |
- ένας απ' αυτούς... αγανακτεί με τη ραθυμία των συμπατριωτών του (Vacalop) |
- στιγμές... θυμώνει με τον εαυτό της και αγανακτεί με την αδυναμία της (Spandonidis) |
- αγαναχτεί η φύση και ξεσπά (ZOikonomou)
- ⓐ suffer greatly (syn απαυδώ, βασανίζομαι, δεινοπαθώ, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, aor είδα κ' έπαθα):
- αγαναχτήσαμε να 'ρθούμε από τον παλιόδρομο |
- αγανάχτησε ν' αναστήση τα παιδιά της she suffered a lot in raising her children
- ② trans (esp αγαναχτίζω) enrage, irritate (syn εξοργίζω, ερεθίζω):
- με αγανάχτισε ο χριστιανός πρωί πρωί the man enraged me early this morning |
- του είπα αθώα να μην πειράξωμεν τους Aθηναίους και τους αγαναχτήσωμεν (Makryg) |
- poem βλέπω και νέες ιδέες τώρα μου σερβίρεις, | εκείνες δα που λίγο πριν σε αγαναχτήσανε (Rotas)
[fr MG αγανακτώ & -χτώ]
- ① intr be or become disgusted or vexed or irritated or angry, be indignant, resent sth (syn δυσανασχετώ, θυμώνω, οργίζομαι):