Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγανακτισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αγανακτισμός ο· ’γανακτισμός.
  • 1) Στενοχώρια, αγωνία:
    • (Ch. pop. 432).
  • 2) Kόπος, μόχθος:
    • (Πιστ. βοσκ. IV 5, 104).

[<αόρ. του αγανακτίζω (LBG) + κατάλ. μός. Τ. χτ‑ σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες