Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγανακτισμένος -η -ο [aγanaktizménos] & αγαναχτισμένος -η -ο [aγanaxtizménos] Ε3 μππ. του αγανακτώ, αγαναχτώ : που έχει αγανακτήσει, που έχει δυσανασχετήσει: ~ με την κατάσταση που επικρατούσε στο γραφείο, άρχισε να φωνάζει.
αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα ΕΠIΡΡ με αγανάκτηση, με θυμό: Tου απάντησε ~. [-χτ-: μσν. αγανακτισμένος μππ. του αγανακτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγανακτισμένος, -η, -ο [aγanaktizménos] (& αγαναχτισμένος & αγανακτημένος)
- indignant:
- φύγαμεν όλοι αγαναχτισμένοι (Makryg) |
- και μια μέρα που του φέρανε μήνυμα από τον καθρέφτη πως πλακώνει στην Πόλη ο Tούρκος, ο βασιλιάς ~ πρόσταξε και τσακίσανε... τον καθρέφτη (Palam) |
- δε στοχάστηκε τίποτα σκοπιμότερο να αρθρώση παρά αγαναχτισμένα λόγια (Pallis) |
- έτρεξε βιαστικά τον ανήφορο, μια τρομαγμένος και μια ~ (Athanas) |
- από τη στάση τους αυτή είναι ~ ο σύγχρονος λόγιος Nικήτας Xωνιάτης (Vacalop) |
- με οργισμένες και αγανακτημένες φωνές (Dimaras)
[fr late MG αγανακτισμένος]
- indignant: