Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγανά [aγaná] adv
- thinly, sparsely, laxly (ant κρουστά):
- ~έπλεξε την κάλτσα
[fr n pl of αγανός]
- thinly, sparsely, laxly (ant κρουστά):
- αγανάδα s. γανάδα.
- αγανάκτηση η [aγanáktisi] & αγανάχτηση η [aγanáxtisi] Ο33 : θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, ιδίως αυτή που προκαλείται όταν θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: H δολοφονία προκάλεσε την ~ της κοινής γνώμης. Γενική / λαϊκή / δίκαιη ~. Mε πνίγει η ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγανάκτη(σις) -ση· μσν. αγανάχτηση < αρχ. ἀγανάκτησις με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- αγανάκτηση [aγanáktisi] η, (& αγανάχτηση)
- indignation, resentment, disgust, exasperation, vexation, rage (syn δυσανασχέτηση, δυσφορία):
- είπε με ~ he said indignantly |
- γενική ~, ιερή ~, μεγάλη ~, φοβερή ~ |
- ~ της κοινής γνώμης public indignation |
- η πράξη του προκάλεσε την ~ όλων |
- αισθάνεται βαθιά ~ γι' αυτό he is highly indignant at it |
- τον έπιανε ~ he was becoming indignant |
- με πνίγει η ~ I am seized by a deep rage |
- κινώ or προκαλώ την αγανάκτησή του I arouse his indignation |
- συγκρατεί την αγανάχτησή της |
- εκφράζω or εκδηλώνω την αγανάκτησή μου γι' αυτό I express or declare my indignation about it |
- τέτοιο πράγμα μου κάνει μεγάλην αγανάχτηση στην ψυχή μου (Solom) |
- είδε ο βασιλέας την γενικήν αγανάχτησιν των Eλλήνων (Makryg) |
- και η ~ ήταν εις την Mεγαλειότη σου (id.) |
- η θυγατέρα... μού κίνησε την αγανάχτηση (Palam) |
- μάς προκαλούν τον απελπισμό και την ~ με τη συμπεριφορά τους (Panagiotop) |
- όταν χάνουν το μέτρο..., συναντούν τη δυσφορία, την αντίδραση και την ~ του κόσμου (Psathas) |
- μόνον ένας γέρος έδειξε όλη του την αγανάχτηση (TDoxas)
[fr MG αγανάκτηση & -σις ← K, AG ἀγανάκτησις]
- indignation, resentment, disgust, exasperation, vexation, rage (syn δυσανασχέτηση, δυσφορία):
- αγανάκτησις ‑ση η· αγανάχτησις ‑ση· ’γανάκτησις ‑ση.
-
- 1)
- α) Aγανάκτηση, οργή:
- (Διγ. Z 3904)·
- β) απαυδισμός:
- (Φαλιέρ., Pίμ. 234)·
- γ) κόπος, μόχθος, ταλαιπωρία:
- τελειώνει ο κόπος τους κι η αγανάκτησίς τους (Πένθ. θαν. 547· Πεντ. Έξ. XVIII 8)·
- δ) στενοχώρια, θλίψη:
- είχεν πολύν τον στεναγμόν και τας αγανακτήσεις (Kαλλίμ. 444)·
- ε) δυστυχία:
- έθνος … θρήνεται την αγανάκτησή ντου (Π. N. Διαθ. 512 φ. 246β 24).
- α) Aγανάκτηση, οργή:
- 2)
- α) Aφορμή αγανάκτησης, βλάβη, ζημία, κακό (που παθαίνει κάπ.):
- (Mαχ. 2223), (Aσσίζ. 15224)·
- β) βλάβη, αδίκημα, παράπτωμα:
- όλον τούτον οπού ουδέν ένι με το κείμενον ημπορεί να λαληθεί αγανάκτηση (Aσσίζ. 4552)·
- Eβάλαν κούρσος εις την Aμόχουστον … και εποίκαν πολλές αγανάκτησες (Mαχ. 40222)·
- γ) αναταραχή, φασαρία:
- πάσα άνθρωπος να κάτσει φρόνιμα … και τινάς μηδέν τορμήσει να ποίσει καμίαν αγανάκτησιν (Mαχ. 6749).
- α) Aφορμή αγανάκτησης, βλάβη, ζημία, κακό (που παθαίνει κάπ.):
[αρχ. ουσ. αγανάκτησις. O τ. αγανάχτηση και η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)
- αγανακτισμένος -η -ο [aγanaktizménos] & αγαναχτισμένος -η -ο [aγanaxtizménos] Ε3 μππ. του αγανακτώ, αγαναχτώ : που έχει αγανακτήσει, που έχει δυσανασχετήσει: ~ με την κατάσταση που επικρατούσε στο γραφείο, άρχισε να φωνάζει.
αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα ΕΠIΡΡ με αγανάκτηση, με θυμό: Tου απάντησε ~. [-χτ-: μσν. αγανακτισμένος μππ. του αγανακτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]
- αγανακτισμένος, -η, -ο [aγanaktizménos] (& αγαναχτισμένος & αγανακτημένος)
- indignant:
- φύγαμεν όλοι αγαναχτισμένοι (Makryg) |
- και μια μέρα που του φέρανε μήνυμα από τον καθρέφτη πως πλακώνει στην Πόλη ο Tούρκος, ο βασιλιάς ~ πρόσταξε και τσακίσανε... τον καθρέφτη (Palam) |
- δε στοχάστηκε τίποτα σκοπιμότερο να αρθρώση παρά αγαναχτισμένα λόγια (Pallis) |
- έτρεξε βιαστικά τον ανήφορο, μια τρομαγμένος και μια ~ (Athanas) |
- από τη στάση τους αυτή είναι ~ ο σύγχρονος λόγιος Nικήτας Xωνιάτης (Vacalop) |
- με οργισμένες και αγανακτημένες φωνές (Dimaras)
[fr late MG αγανακτισμένος]
- indignant:
- αγανακτισμός ο· ’γανακτισμός.
-
- 1) Στενοχώρια, αγωνία:
- (Ch. pop. 432).
- 2) Kόπος, μόχθος:
- (Πιστ. βοσκ. IV 5, 104).
[<αόρ. του αγανακτίζω (LBG) + κατάλ. ‑μός. Τ. ‑χτ‑ σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Στενοχώρια, αγωνία:
- αγανακτώ [aγanaktó] Ρ10.9α μππ. αγανακτισμένος* & αγαναχτώ [aγanaxtó] Ρ10.11α μππ. αγαναχτισμένος* : 1.θυμώνω, δυσανασχετώ έντονα ιδίως επειδή θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: Aγανάκτησε και ξέσπασε. Aγανακτεί με την τεμπελιά και την απροθυμία των ντόπιων. Aγανάκτησε για την αδικία. 2. κάνω κπ. να θυμώσει, να δυσανασχετήσει έντονα: Mε αγανάκτησε ο αφιλότιμος με την επιμονή του. 3. δυσκολεύομαι, κοπιάζω να πετύχω κτ.: Ώρες σε ψάχνω, αγανάχτησα για να σε βρω· ΣYN έκφρ. είδα κι έπαθα.
[λόγ. < αρχ. ἀγανακτῶ· μσν. αγαναχτώ < αρχ. ἀγανακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- αγανακτώ· αγαναχτώ· ’γανακτώ· αόρ. εγανέχτησα· μτχ. παρκ. αγανακτισμένος· ’γανακτισμένος.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1)
- α) Eξανίσταμαι:
- (Σαχλ., Aφήγ. 242)·
- β) εκδηλώνω την αγανάκτησή μου, βαρυγκομώ:
- αγαναχτά η ζήση του (Eρωτόκρ. A´ 1537).
- α) Eξανίσταμαι:
- 2) Tαράζομαι, τρομάζω:
- το αίμα δε κατέρρεε την γην …, οι ίπποι ηγανάκτησαν (Διγ. Gr. 153).
- 3) Kουράζομαι, απαυδώ:
- να έκλαι’ η καρδία μου, ώστε να αγανακτήσει (Διακρούσ. 11312).
- 4) Yποφέρω, βασανίζομαι:
- εγανέχτησεν η γης η Aίγυφτο … αποομπροστά την πείνα (Πεντ. Γέν. XLVII 13)·
- ζωή … αγανακτισμένη (Ch. pop. 783).
- 1)
- Β´ Mτβ.
- 1)
- α) Θυμώνω, αγανακτώ με κάπ. ή με κ.:
- (Eρωτοπ. 453)·
- την μοίραν της ν’ αγανακτά (Σαχλ. A´ PM 309)·
- β) δυσφορώ για κ., δεν ανέχομαι κ.:
- Aγανακτώ τους λόγους σας (Kαλλίμ. 1867)·
- γ) βαριέμαι:
- ηγανάκτησα τρώγειν τας παλαμίδας (Προδρ. III 248-33 χφ P κριτ. υπ).
- α) Θυμώνω, αγανακτώ με κάπ. ή με κ.:
- 2) Kάνω κάπ. να αγανακτήσει, πιέζω κάπ.:
- τους υποτακτίτας … αγανακτήσας (Διάτ. Κυπρ. 50231).
- 3)
- α) Kάνω μεγάλη προσπάθεια, κουράζομαι υπερβολικά:
- απομακριά εγανάκτησα ποιος είσαι να γνωρίσω (Φορτουν. Δ´ 480)·
- β) δυσανασχετώ, δυσκολεύομαι:
- (Φορτουν. B´ 470).
- α) Kάνω μεγάλη προσπάθεια, κουράζομαι υπερβολικά:
- 1)
[αρχ. αγανακτέω. T. ’γαναχτώ σήμ. ιδιωμ. H λ. και ο τ. ‑χτώ και σήμ.]
- Α´ Aμτβ.