Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαλματοποιός ο [aγalmatopiós] Ο17 : γλύπτης που κατασκευάζει αγάλματα.
[λόγ. < αρχ. ἀγαλματοποιός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλματοποιός [aγalmatopiós] ο, η, (L)
- sculptor (syn γλύπτης αγαλμάτων, ανδριαντοποιός):
- η νέα Eλλάδα βγήκε από τα σπλάχνα του (i.e. του ρομαντισμού), καθώς βγήκεν η εικόνα της από τη σμίλη του περίφημου της εποχής εκείνης αγαλματοποιού, του Δαβίδ Nτανζέρ (Palam)
[fr AG ἀγαλματοποιός]
- sculptor (syn γλύπτης αγαλμάτων, ανδριαντοποιός):