Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαλματοποιία η [aγalmatopiía] Ο25 : η τέχνη της κατασκευής αγαλμάτων: Περίφημοι τεχνίτες στην ~ και στο δούλεμα των μετάλλων.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαλματοποιΐα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλματοποιία [aγalmatopiía] η, (L)
- statuary:
- περίφημοι θαλασσινοί (αμφίβιοι) και περίφημοι τεχνίτες, μάλιστα στην ~και στο δούλεμα του μετάλλου (ChKarouzos).
- statuary: