Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλματίδιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγαλματίδιο [aγalmatí∂io] το, (L)
  • little sculpture, statuette (syn αγαλματάκι):
    • χάλκινα αγαλματίδια |
    • μερικά μικρά αγαλματίδια της θεάς βρίσκονται στο Mουσείο

[der of άγαλμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες