Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλματίας
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αγαλματίας ο.
  • Ωραίος σαν άγαλμα:
    • (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 374).

[μτγν. ουσ. αγαλματίας. Βλ. και LBG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες