Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλμάτιο [aγalmátio] το, (L)
- statuette (syn αγαλματάκι):
- χάλκινο ~ σφαιριστή (Tsiantas) |
- τα πιο ζωντανά χάλκινα αγαλμάτια οπλιτών έρχονται από λακωνικά εργαστήρια (SKarouzou) |
- ~ Kόρης του τύπου της Aκρόπολης (id.) |
- ~ ανδρικής μορφής σε θρόνο (ASakellariou)
[fr AG ἀγαλμάτιον]
- statuette (syn αγαλματάκι):