Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαλλιάζω [aγaliázo & aγalázo] Ρ2.1α : χαίρομαι πάρα πολύ· αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι· αγαλλιώ, αγάλλομαι: Aγαλλιάζει η ψυχή του ανθρώπου βλέποντας μια τέτοια ομορφιά. Aγάλλιασε η καρδιά του, σαν άκουσε τα καλά μαντάτα.
[μσν. αγαλλιάζω < ελνστ. ἀγαλλι(ῶ) `χαίρομαι εξαιρετικά΄ (αρχ. ἀγάλλω) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. αγαλλιασ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαλλιάζω.
-
- Xαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 758), (Φλώρ. 1096).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = χαρούμενος:
- μέρ’ αγαλλιασμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1377]).
[<αόρ. του αγαλλιώ. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Xαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλλιάζω [aγaljázo]
- take delight in, rejoice, be elated, be glad (syn αναγαλλιάζω):
- την άκουσε κι αγάλλιασε η καρδιά του |
- αγάλλιαζε η ψυχή τ' ανθρώπου (Vlami) |
- poem βλέπει | σε εις τα νησιά ανάμεσα | λαμπράν και υψηλοτάτην | και αγαλλιάζει (Kalvos) |
- κ' ήπιαν οι ράθυμοι βοσκοί κι αγάλλιασαν τα πλάγια (Granitsas)
[fr MG αγαλλιώ w. aor αγαλλιάση, αγαλλιάζομαι]
- take delight in, rejoice, be elated, be glad (syn αναγαλλιάζω):