Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαλλίαση η [aγalíasi] Ο33 : μεγάλη χαρά, ψυχική ευφορία· αγάλλιασμα, ευφροσύνη: H χαρά και η ~ των παιδιών στις γιορτές είναι απερίγραπτη. Mε ~ και αισιοδοξία ατενίζει το μέλλον.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαλλία(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλλίαση [aγalíasi] η, gen αγαλλίασης & L αγαλλιάσεως (& D αγάλλιαση)
- fervent (&demonstrative) joy, delight, elation, exultation, glee (syn μεγάλη χαρά, ευφροσύνη, αναγάλλιασμα):
- με ~ exultingly |
- η χαρά και ~ των παιδιών στις γιορτές είναι απερίγραπτη |
- την άνοιξη είναι παντού χαρά και ~ |
- η ιδέα μονάχα την εγέμισε ηδονή και ~ |
- άκρα ~ της ψυχής |
- αισθάνθηκα ψυχική ~ |
- δοκιμάζει ~ και ευφροσύνη |
- αισθανόταν το κεφάλι της κουδούνι απ' αυτήν την ασυνήθιστη ~ που της έκανε σχεδόν τρόμο (Christomanos) |
- ένας κότσυφας εσφύριζε χαράς και αγαλλιάσεως σφύριγμα (Papantoniou) |
- γυναίκα που... θα δημιουργήση ατμόσφαιρα αγαλλιάσεως στο σπίτι της (Palaiologos) |
- κραυγές αγαλλιάσεως ακούστηκαν πρώτα κλ (Barlas) |
- η μορφή του ξένου έφεγγε από ~ (Melas) |
- ~ ζωγραφίστηκε στο ζαρωμένο του πρόσωπο (DLoukop) |
- η Pόδος... γεμίζει την υλική σου ύπαρξη με ανεκλάλητες αγαλλιάσεις αισθησιακής ευδαιμονίας (Myriv) |
- η φωνή... απέδωσε το Aλληλούια της χαράς με όλη την ~ και κατάνυξη που του πρέπει (Papatsonis) |
- γαλήνη, χαρά και ~ γεμίζουν την ψυχή του (Papanoutsos) |
- με ~ και αισιοδοξία για το μέλλον του έθνους βλέπει τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας... στη Δύση (Vacalop) |
- poem πνεύμα ολόχαρο, δε σ' είδα | μ' αγάλλιαση ποτέ (Markoras) |
- πότε θα γεμίσουμε ως τα χείλη | το λαγόνι | με την ~; (Xydis)
[fr K ἀγαλλίασις ← ἀγαλλιῶ]
- fervent (&demonstrative) joy, delight, elation, exultation, glee (syn μεγάλη χαρά, ευφροσύνη, αναγάλλιασμα):