Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαθότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθότητα η [aγaθótita] Ο28 : η ιδιότητα του αγαθού· αγαθοσύνη: H ~ των θεών / του χαρακτήρα του / των προθέσεών του.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαθότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαθότητα [aγaθótita] η, (& L αγαθότης)
  • ① goodness, kindness (syn in αγαθοσύνη 1):
    • πόσο δύσκολο είν' η ~ (Papantoniou) |
    • ανθρωπιά και ~ ιδίως στο εργατικό... παιδί (Palaiologos) |
    • για να είναι κανείς καλός πρέπει να μιμήται την ~ των θεών (Tatakis) |
    • το είναι και η ~ ταυτίζονται στο θεό (id.) |
    • είχα πεποίθηση στην ~ και στον ορθό νου της πεθεράς μου (Palam) |
    • η απόλυτη εξουσία είναι κακός πειρασμός και δε συμβιβάζεται εύκολα με την ~ και τη δικαιοσύνη (Kanellop) |
    • poem χτες ακόμα ήμουνα παιδί | που πίστευε στην ~ του χιονιού (TVarvitsiotis)
  • ② excessive kindness, simple-mindedness, naïveté (syn in αγαθοσύνη 2)
  • ⓐ mental defectiveness, idiocy, stupidity (syn μωρία)

[MG αγαθότητα -της ← K ἀγαθότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες