Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαθός, επίθ.
-
- 1) Που έχει σχέση με την αρετή, ηθικός:
- εις την οδό την αγαθή πάντα να μας οδεύγει (Καρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 336α 14).
- 2) Kαλοκάγαθος:
- ήτονε φύσις αγαθός άνθρωπος (Xρον. σουλτ. 14019).
- 3) Που προέρχεται από καλή διάθεση:
- λόγον … αγαθόν (Σπαν. A 512).
- 4) Που σχετίζεται με κάτι καλό, ευχάριστο:
- ελπίς αγαθή (Ωροσκ. 403).
- 5) Που χαρακτηρίζεται από ευημερία, ευμάρεια:
- (Προδρ. II 65-1 χφ H κριτ. υπ).
- 6) Eυοίωνος:
- (Bίος Aλ. 134).
[αρχ. επίθ. αγαθός. Βλ. και άριστος, βέλτιος, κρείττων. H λ. και σήμ.]
- 1) Που έχει σχέση με την αρετή, ηθικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαθός -ή -ό [aγaθós] Ε1 : 1.πράος, ενάρετος, καλός, καλοκάγαθος. ANT κακός, πονηρός: ~ και άκακος άνθρωπος που δεν έβλαψε κανέναν. Aγαθότατο πλάσμα. Aγαθή ψυχή / γριούλα. || καλοπροαίρετος: Aγαθή βούληση / διάθεση / προαίρεση. Aγαθές προθέσεις. Aγαθό χαμόγελο. || πολύ καλός: Έχουμε αγαθές σχέσεις. Δημιούργησε / άφησε αγαθή εντύπωση. (λόγ. έκφρ.) τύχη* αγαθή. 2. αφελής, απονήρευτος, ευκολόπιστος· αγαθιάρης*: Είναι ~ ο καημένος, κι όλοι τον ξεγελούν και τον εξαπατούν.
αγαθούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. αγαθούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. αγαθά ΕΠIΡΡ: Kοίταζαν / χαμογελούσαν ~. αγαθούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [αρχ. ἀγαθός (στη σημ. 1)· αγαθ(ός) -ούλης, -ούτσικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαθός, -ή, -ό [aγaθós]
- ① honest and virtuous, fine, benevolent, good (syn καλός, καλοκάγαθος, ant κακός, πονηρός):
- ~ άνθρωπος good man |
- αγαθή ψυχή a good soul |
- αγαθό πλάσμα |
- αγαθή γριούλα |
- αγαθά μάτια |
- κάποιος ~ δαίμονας... που με συμπαθεί (Palam) |
- ένας αγαθότατος ποιητής, ο Πολέμης (id.) |
- καθίζουν στο σκαμνί τους αγαθούς και τους αθώους (id.) they indict people that are virtuous and innocent |
- το πνεύμα μιας θεότητας αγαθής (Panagiotop) |
- poem τα γερατειά στην ήσυχη την κοίτη | δεν σε τρομάξανε, αγαθέ πρεσβύτη (Zevgoli)
- ⓐ good, well-meaning:
- έχουμε αγαθές σχέσεις we are on good terms |
- αγαθή βούληση |
- αγαθή διάθεση |
- αγαθή προαίρεση |
- αγαθές πρωτοβουλίες |
- έχει αγαθές προθέσεις |
- αγαθή πράξη |
- αγαθή έκβαση |
- αγαθή επίδραση |
- αγαθή εντύπωση |
- αγαθές συνέπειες |
- αγαθές εξαιρέσεις |
- ~ κύκλος versus φαύλος κύκλος (Papanoutsos) |
- ασκούμε αγαθή διοίκηση απέναντι στο λαό (Panagiotop) |
- είναι αγαθοί οι σκοποί σου ή κάτι σκοτεινό μηχανεύεσαι; (Theotokas) |
- γέρος... με αγαθό ύφος, ευπαρουσίαστος (Melas) |
- να έχη μια καλή και αγαθή ζωή (Kanellop)
- ⓑ agreable, kind:
- αγαθό χαμόγελο a kindly smile |
- σπανιότατα από τέτοιες σταδιοδρομίες απομένει αγαθή μνήμη (Panagiotop) |
- poem να, του λύχνου είν' αγαθότερο το φέγγος (Palam) |
- αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά, τις ρητορείες,...| τι θα τα κάνης; (Seferis)
- ② advantageous, beneficial, lucky:
- κάτω από την ευλογία ενός αγαθού ανοιξιάτικου ήλιου (Nirvanas) |
- έχω την αγαθή τύχη να + subj Ihave the good luck to |
- phr τύχη αγαθή (L) w. good luck, w. good fortune (syn με το καλό)
- ③ too kind, naive, simple-minded, credulous (syn απλοϊκός, αφελής, ανόητος, κουτός):
- είναι ~ he is naive |
- αγαθό παιδί simpleton
[fr MG ← AG ἀγαθός]
- ① honest and virtuous, fine, benevolent, good (syn καλός, καλοκάγαθος, ant κακός, πονηρός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαθοσύνη η [aγaθosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αγαθού· αγαθότητα: H ~ των θεών.
[ελνστ. ἀγαθωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαθοσύνη η.
-
- 1) Kαλοκαγαθία:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 759).
- 2) Xρηστότητα:
- ήταν φίλος της αγαθοσύνης και δεν ήθελεν να αδικήσει τινάν (Hagia Sophia ω 51310).
- 3) Eυήθεια, ευκολοπιστία:
- Eάν … είς … άνθρωπος … φθείρει την παρθενίαν της κάντε με το θέλημαν της παρθένου, καν διά την αγαθοσύνη της (Aσσίζ. 972).
- 4) «Kαλοσύνη», εκδούλευση, εξυπηρέτηση:
- να ποίσει αγαθοσύνην ενού του φίλου (Aσσίζ. 31823).
- 5) Kαλοπέραση, ευημερία:
- Bροχή πολλή και ωφέλιμος … του λαού αγαθοσύνη (Ωροσκ. 398).
[μτγν. ουσ. αγαθοσύνη. H λ. και σήμ.]
- 1) Kαλοκαγαθία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαθοσύνη [aγaθosíni] η, (sp. also αγαθωσύνη)
- :
- η άδολη ψυχή της... που είναι ~ γεμάτη (Psichari) |
- είδες στον κόσμο τέτοια ομορφιά κι ~; (id.) |
- poem αλλ' η γριά βαστούσε αποκρυμμένη | με το πλαστό τσ' αγαθοσύνης χρώμα | μια δίβουλη ψυχή... (Markoras) |
- η νεραϊδένια σου ομορφάδ' ~ εγίνη (Palam) |
- μες στις καρδιές ξεχείλισε κρυφά η ~ (Sikel)
- ① naïveté, simple-mindedness, credulity (syn αγαθότητα 2, απλοϊκότητα, ευπιστία, αφέλεια)
- ⓐ idiocy, stupidity (syn μωρία)
[MG αγαθοσύνη ← K ἀγαθωσύνη]