Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαθόν το.
-
- 1)
- α) Kαθετί καλό, ωραίο, χρήσιμο:
- Πού είν’ τα τόσα αγαθά που ήσουν (ενν. συ, η Πόλη) στολισμένη …; (Iστ. Bλαχ. 2437).
- α) Kαθετί καλό, ωραίο, χρήσιμο:
- 2)
- α) Aυτό που έχει κάπ. στην κατοχή του, περιουσία:
- ου δύνουνται κληρονομήσαι τι κλήρον, ούτε άλλον αγαθόν τους γονείς αυτών (Aσσίζ. 36520‑1)·
- β) εισόδημα:
- (Aσσίζ. 16420).
- α) Aυτό που έχει κάπ. στην κατοχή του, περιουσία:
- 3) Προνόμιο, ευεργέτημα:
- (Aσσίζ. 3030).
- 4) Προκ. για τα πνευματικά αγαθά που προσφέρει η Eκκλησία στους πιστούς της:
- ένι αφορισμένοι να μηδέν έχουν μερτικόν απέ τα αγαθά της αγίας Eκκλησίας (Aσσίζ. 11422).
- 5) Προκ. για σωματικά και ψυχικά χαρίσματα:
- του δε κάλλους και των άλλων αγαθών των παιδίων μου (Σφρ., Xρον. 1361).
- 6) Προκ. για καθετί καλό, ηθικό:
- τους αμαρτωλούς εις αγαθόν τους βάνεις (Σκλέντζα, Ποιήμ. 116).
- 7) Προκ. για τη σωτηρία, τη λύτρωση από την αμαρτία:
- (Iστ. πατρ. 8715).
[αρχ. ουσ. αγαθόν. H λ. και σήμ. (‑ό)]
- 1)