Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαθοφέρνω [aγaθoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγαθόφερνα : συμπεριφέρομαι σαν αγαθιάρης, δίνω την εντύπωση του κουτού, του αφελή.
[αγαθο- + -φέρνω 1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαθοφέρνω [aγaθoférno]
- appear to be naive, simple-minded (cf αγαθός 3) (syn κουτοφέρνω) .