Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαθοσύνη η [aγaθosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αγαθού· αγαθότητα: H ~ των θεών.
[ελνστ. ἀγαθωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαθοσύνη η.
-
- 1) Kαλοκαγαθία:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 759).
- 2) Xρηστότητα:
- ήταν φίλος της αγαθοσύνης και δεν ήθελεν να αδικήσει τινάν (Hagia Sophia ω 51310).
- 3) Eυήθεια, ευκολοπιστία:
- Eάν … είς … άνθρωπος … φθείρει την παρθενίαν της κάντε με το θέλημαν της παρθένου, καν διά την αγαθοσύνη της (Aσσίζ. 972).
- 4) «Kαλοσύνη», εκδούλευση, εξυπηρέτηση:
- να ποίσει αγαθοσύνην ενού του φίλου (Aσσίζ. 31823).
- 5) Kαλοπέραση, ευημερία:
- Bροχή πολλή και ωφέλιμος … του λαού αγαθοσύνη (Ωροσκ. 398).
[μτγν. ουσ. αγαθοσύνη. H λ. και σήμ.]
- 1) Kαλοκαγαθία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαθοσύνη [aγaθosíni] η, (sp. also αγαθωσύνη)
- :
- η άδολη ψυχή της... που είναι ~ γεμάτη (Psichari) |
- είδες στον κόσμο τέτοια ομορφιά κι ~; (id.) |
- poem αλλ' η γριά βαστούσε αποκρυμμένη | με το πλαστό τσ' αγαθοσύνης χρώμα | μια δίβουλη ψυχή... (Markoras) |
- η νεραϊδένια σου ομορφάδ' ~ εγίνη (Palam) |
- μες στις καρδιές ξεχείλισε κρυφά η ~ (Sikel)
- ① naïveté, simple-mindedness, credulity (syn αγαθότητα 2, απλοϊκότητα, ευπιστία, αφέλεια)
- ⓐ idiocy, stupidity (syn μωρία)
[MG αγαθοσύνη ← K ἀγαθωσύνη]