Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαθοεργός -ή -ό [aγaθoerγós] Ε1 : (λόγ.) που έχει σχέση με την αγαθοεργία· φιλανθρωπικός: ~ σκοπός. Aγαθοεργά ιδρύματα, ευαγή.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαθοεργός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαθοεργός, -ή, -ό [aγaθoerγós]
- benevolent, beneficent, charitable, generous (syn ευεργετικός, φιλανθρωπικός):
- αγαθοεργά καταστήματα or ιδρύματα beneficent foundations (syn φιλανθρωπικά ιδρύματα) |
- ~ σκοπός beneficent aim |
- η αφιέρωση μιας γυναίκας σε αγαθοεργό σκοπό δεν είναι παρά μια διέξοδος, μια παρηγοριά (Thrylos).
- benevolent, beneficent, charitable, generous (syn ευεργετικός, φιλανθρωπικός):