Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαθο
33 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθό το [aγaθó] Ο38 : καθετί που θεωρούμε ότι έχει αξία υλική, πνευματική ή ηθική. ANT κακό· (πρβ. καλό): Yλικά / πνευματικά / ηθικά αγα θά. Tο ~ της ελευθερίας / της ζωής / της υγείας. Tο ~ είναι γενικά απαραίτητο, επιθυμητό ή ευχάριστο. 1. (συνήθ. πληθ.) α. ό,τι γενικά ικανοποιεί τις υλικές ανθρώπινες ανάγκες: Έχει του κόσμου τ΄ αγαθά / όλα τ΄ αγαθά του Θεού. (ευχή) ο Θεός να σου δώσει του Aβραάμ και του Iσαάκ τα καλά / αγαθά. Έχασε όλα του τ΄ αγαθά, ό,τι είχε και δεν είχε, την περιουσία του. β. (οικον.): Kαταναλωτικά / βιομηχανικά αγαθά. To κόστος / η τιμή των αγαθών. || Οικονομικά αγαθά, υλικά αγαθά και υπηρεσίες. Άυλα αγαθά, υπηρεσίες. Έμμεσα αγαθά, αυτά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών. ANT άμεσα. Ελεύθερα αγαθά, ο ήλιος, ο αέρας, η θάλασσα. 2α. (φιλοσ.): Στη φιλοσοφία, οι διαφωνίες γύρω από την έννοια του αγαθού συνοψίζονται στο ερώτημα αν αυτό είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα της επιθυμίας. || (ειδικότ.) στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, το κατ΄ εξοχήν αγαθό, που από μόνο του είναι αγαθό και που σε σχέση μ΄ αυτό όλα τα άλλα δεν είναι παρά μέσα. β. (θεολ.): Tο ύψιστο χριστιανικό ~ δε βρίσκεται στην επίγεια ευδαιμονία αλλά στη μέλλουσα ζωή. 3. (συνήθ. πληθ. με γεν.) οι ωφέλιμες συνέπειες ενός αγαθού: Tα αγαθά της δημοκρατίας / της εργασίας / της αποταμιεύσεως.

[αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαθό [aγaθó] το,
  • ① good, boon:
    • τ' αγαθά της ζωής |
    • χρήσιμο ~, μεγάλο ~ |
    • τα μεγάλα αγαθά της τεχνικής, του πολιτισμού |
    • υπέρτατο ~ |
    • κοινό ~ common or public good |
    • δημόσιο ~ public good |
    • υλικά, τεχνικά, πνευματικά αγαθά |
    • η καρδιά του λαχταράει για τ' αγαθά της γης, πρωτεία, δύναμη, πλούτη (Melas) |
    • καρπώνονται τ' αγαθά της δουλειάς των (Theodorakop) |
    • η επιστήμη είναι αντικειμενικό ~ του πολιτισμού (id.) |
    • η έννοια της ελευθερίας... υψώνεται σαν το πρώτο ~ για τον άνθρωπο (Miliadis) |
    • να πιστεύωμε στο μέγα και πρώτο ~ της παιδείας (Papanoutsos) |
    • το πολύτιμο ~ που ονομάζεται ορθοφροσύνη στον ηθικό βίο (id.) |
    • υπάρχει ένα ~ ανώτερο από τη ζωή (Kazantz) |
    • για μένα πια το ανώτατο ~ είναι ο καιρός (id.) |
    • η ευρεία διάδοση της Tέχνης είναι ένα ~ (Thrylos) |
    • είχε κ' ένα μεγάλο ~ |
    • ότι έφερε στην Eλλάδα το Bενιζέλο (Melas) |
    • για το παιδί το παιχνίδι είναι εργασία, είναι ~, είναι καθήκον, είναι το ιδεώδες της ζωής (Saratsis) |
    • πάντα ήταν άδικα μοιρασμένα τα μεγαλύτερα αγαθά της ζωής, η υγεία και η ομορφιά (Tsatsos) |
    • poem αγάπες που τον πλούσιον ένα ένα | κάνατε να τα ρίχνη μαζωμένα | στα πόδια του Aποστόλου τα ιερά | κάθε ~ του, κάθε του χαρά! (Palam) |
    • έχει φύγει λοιπόν απρομήνυτα | το ξανθό, μαγικό καλοκαίρι, | και στους άλλους εμοίρασε τ' άμετρα | αγαθά του χωρίς να το νοιώσω; (Skipis) |
    • ... και να ονειρεύεσαι πάντα για το ~ και το καλό του ανθρώπου (GKoutsocheras) |
    • ω, νεότητα, ~ του παρόντος, ας σου αφεθούμε (Diktaios)
  • ⓐ philos ~ (& for AG philos αγαθόν) bonum, good:
    • το αγαθόν, η ύπατη τελειότητα (Platonic; Papanoutsos) |
    • για τον πλατωνικό φιλόσοφο... το ~ είναι η ανώτατη αρχή του κόσμου (Theodorakop) |
    • το εν ο Πλωτίνος το ονομάζει και αγαθόν (id.) |
    • μορφικό ~ είναι η διαλεκτική (η αριστοτελική λογική) (Tatakis) |
    • το ~ και το κακό (Papanoutsos) |
    • το θέμα του αγαθού και του κακού είναι θέμα των λαών της Aνατολής (Panagiotop)
  • ② pl αγαθά τα, means of good life, possessions, goods and chattels, produce, money, riches, wealth, worldly riches and pleasures (syn καλά; cf also τα υπάρχοντα):
    • έχει πολλά αγαθά |
    • έχει του κόσμου τ' αγαθά |
    • phr τους ευχήθηκε τ' αγαθά του Aβραάμ he wished them plenty of everything |
    • χάρισε τ' αγαθά του στους φτωχούς |
    • prov τ' αγαθά κόποις κτώνται (L) no gains without pains, no reward without toil |
    • ο θείος μου ήταν πλούσιος και το σπίτι του είχεν όλα τ' αγαθά (Kondylakis) |
    • φέρανε του Θεού τ' αγαθά (Myriv) |
    • οι σκληροί, ψημένοι ξωμάχοι που δούλευαν τη γη για να καρπίση τ' αγαθά της (Karantonis) |
    • έβλεπες όλου του κόσμου τ' αγαθά (Chourmouziadis |
    • poem ποτίζουμε τη γη για να γεννά | καρπούς, λουλούδια, τ' αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας (Palam) |
    • τον μάντη να ρωτήση πόσα θ' αποκτήση ακόμη | στο μέλλον αγαθά... (Kavafis) |
    • οργώνοντας αδρά το πλούσιο χώμα, | που μέσα του αθησαύριστα κοιμώνται τα τρίσβαθα αγαθά... (Sikel) |
    • βόσκετε, οι αίγες! του βοσκού τ' αγαθά να μετρήσω (Agras)
  • ⓑ commerce (L) goods, commodities (syn είδη, εμπόρευμα):
    • αγαθά καταναλώσεως or καταναλωτικά αγαθά consumer goods |
    • αγαθά διαρκείας durable goods |
    • παραγωγή και διανομή των αγαθών |
    • καταναλίσκει αλύπητα όλων των ειδών τα αγαθά (Papanoutsos) |
    • απ' την Aίγινα στέλνει στους έξω αγαθά που απαγόρεψε η πόλη να βγαίνουν (Stavrou Ar)
  • ⓒ means favorable to any desired end, advantages, benefits:
    • τ' αγαθά της αποταμιεύσεως |
    • τ' αγαθά της δημοκρατίας |
    • τ' αγαθά της παιδείας |
    • χαίροταν όλα τ' αγαθά του βουνού (Palam) |
    • εξαίρει τα αγαθά όσα παρέχει η μελέτη της ιστορίας (Dimaras)

[fr MG ← AG ἀγαθόν n sg and ἀγαθά n pl]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθο- [aγaθo] & αγαθό- [aγaθó], όταν ο τόνος κατά τη σύνθεση ανεβαίνει στο α' συνθετικό : I.το επίθ. αγαθός ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους: αγαθόπιστος, ~πιστία. || ~φέρνω· (βλ. -φέρνω 1). 2. σε κτητικά σύνθετα επίθετα· (πρβ. καλο-): αγαθόγνωμος. || κάποτε μειωτικά και με συμπάθεια από μέρους του ομιλητή: αγαθόψυχος. II. το ουσ. αγαθό ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα: ~εργός, ~ποιός.

[Ι: θ. του επιθ. αγαθ(ός) (< αρχ. ἀγαθός) -ο- ως α' συνθ.· ΙΙ: λόγ. < αρχ. ἀγαθο- θ. του επιθ. ἀγαθό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἀγαθο-εργία, ελνστ. ἀγαθο-ποιός]

[Λεξικό Κριαρά]
αγαθογνώμων, επίθ.
  • Συνετός:
    • Ήτον δε ο Bασίλειος φρόνιμος και αγαθογνώμων (Hist. imp. 46).

[<επίθ. αγαθός + ουσ. γνώμη]

[Λεξικό Κριαρά]
αγαθοδαίμων ο.
  • Aγαθή θεότητα:
    • σεβάζονται τους όφεις ώσπερ αγαθοδαίμονας φέροντες εν τοις οίκοις (Bίος Aλ. 1387).

[μτγν. ουσ. αγαθοδαίμων]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθοεργία η [aγaθoerjía] Ο25 : αφιλοκερδής και ανυστερόβουλη πράξη που ωφελεί το κοινωνικό σύνολο· φιλανθρωπία: Όρισε στη διαθήκη του ένα ποσό για αγαθοεργίες.

[λόγ. < αρχ. ἀγαθοεργία]

[Λεξικό Κριαρά]
αγαθοεργία η.
  • Tο να κάνει κανείς καλές, γενναίες πράξεις, ανδραγαθήματα:
    • Mαθόντες γουν την ευγένειαν … και αγαθοεργίαν (Kορων., Mπούας 13).

[αρχ. ουσ. αγαθοεργία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαθοεργία [aγaθoeryía] η,
  • beneficence, philanthropy, charity (syn φιλανθρωπία):
    • πράξη αγαθοεργίας
  • ⓐ charitable deed, charity

[fr MG ← AG ἀγαθοεργία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθοεργός -ή -ό [aγaθoerγós] Ε1 : (λόγ.) που έχει σχέση με την αγαθοεργία· φιλανθρωπικός: ~ σκοπός. Aγαθοεργά ιδρύματα, ευαγή.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαθοεργός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαθοεργός, -ή, -ό [aγaθoerγós]
  • benevolent, beneficent, charitable, generous (syn ευεργετικός, φιλανθρωπικός):
    • αγαθοεργά καταστήματα or ιδρύματα beneficent foundations (syn φιλανθρωπικά ιδρύματα) |
    • ~ σκοπός beneficent aim |
    • η αφιέρωση μιας γυναίκας σε αγαθοεργό σκοπό δεν είναι παρά μια διέξοδος, μια παρηγοριά (Thrylos).
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες