Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαθεύω [aγaθévo] Ρ5.2α : γίνομαι ανόητος, κουτός· αφαιρούμαι: Aγάθεψε κι αυτός στα γεράματα και δεν καταλαβαίνεις τι θέλει να πει. || μένω εμβρόντητος: Άκουσα το νέο και αγάθεψα.
[αγαθ(ός) -εύω]