Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαθά1 [aγaθá] adv
- ① w. goodness, kindly:
- ξανασήκωσε τα μάτια του και τους κοίταξε ~, λυπημένα (DChatzis) |
- δεν έδειξε καμιά δυσαρέσκεια, χαμογέλασε μάλιστα ~ (TAthanasiadis)
- ⓐ favorably:
- μα και με όλη την καλή διάθεση δικαστών και ακροατών προς εκείνη, ο λόγος μου δεν της εντυπώθηκεν ~, καθώς θα επιθυμούσα (Palam)
- ② naively:
- δεν φερνόταν και τόσο ~ ή γνωστικά (Christidis)
[der of αγαθός]
- ① w. goodness, kindly:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαθά2 τα, s. αγαθό.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αγαθάγγελος [aγaθáŋɟelos] ο,
- Agathangelos, pseudepigraphal name of the author of a prophetic book circulating during Turkish rule (18th and beginning 19th c.):
- αυτός είναι φυλλάδα τ' Aγαθαγγέλου he is a liar
- ⓐ synecd the prophetic book:
- το λέει ο ~ |
- μιας τέτοιας ψυχολογίας θελημένος καρπός είναι ο περίφημος ~ (Dimaras).
- Agathangelos, pseudepigraphal name of the author of a prophetic book circulating during Turkish rule (18th and beginning 19th c.):