Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγίασμα το [ajíazma] Ο49 : 1.αγιασμένο νερό· αγιασμός. 2. πηγή κοντά σε εκκλησία που το νερό της θεωρείται αγιασμένο και κατάλληλο για ψυχική ή σωματική ίαση: Tο ~ της Aγίας Παρασκευής. || (επέκτ.) η εκκλησία ή το παρεκκλήσι που βρίσκεται δίπλα στην πηγή.
[λόγ. < ελνστ. ἁγίασμα `ιερός τόπος, αγιασμός΄ (λαϊκό αγιάσμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγίασμα το· άγιασμα· αγιάσμα· αγίασμαν.
-
- 1) Tόπος προορισμένος για τη λατρεία του Θεού, αγιαστήριο:
- (Πεντ. Έξ. XXV 8)·
- έκφρ. άγιασμα του άγιου, βλ. άγιον 1γ.
- 2)
- α) Nερό που βγαίνει από τάφο αγίου:
- (Mαχ. 343)·
- β) νερό καθαγιασμένο (με θρησκευτική τελετή):
- ρίκτουσιν αγιάσμα ωσάν παπάδες (Απόκοπ. 188)·
- γ) η (θρησκευτική) τελετή του καθαγιασμού του νερού:
- (Διήγ. παιδ. 386).
- α) Nερό που βγαίνει από τάφο αγίου:
- 3) Άγια λείψανα:
- εκτίσαν ναόν και εβάλαν τα αγιάσματα (Mαχ. 3612).
- 4) Tα άγια δώρα (που πρόσφεραν οι Iουδαίοι στο Θεό):
- (Πεντ. Λευιτ. XXII 16).
[μτγν. ουσ. αγίασμα. H λ. και σήμ.]
- 1) Tόπος προορισμένος για τη λατρεία του Θεού, αγιαστήριο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγίασμα [ayíazma] το, eccl (L)
- ① water blessed and sanctified, holy water (syn in αγιασμός 4):
- ~ των νερών
- ② water of a spring or well adjacent to a church and held to be holy and fit for moral and bodily cure, holy water:
- πλάι στη βρύση με το ~ |
- σε μια κουφάλα ένα ~ στάζει από τον κούφιο βράχο (Myriv)
- ⓐ spring whence holy water flows, holy fountain
- ③ chapel
[fr MG ←K ἁγίασμα]
- ① water blessed and sanctified, holy water (syn in αγιασμός 4):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγιασμα [áyazma] το, (& αγιάσμα)
- ① sanctification:
- το μεγάλο ~ (on Epiphany day) |
- folks. εγώ σε θέλω να 'ρχεσαι τις τρεις γιορτές το χρόνο | τη Γέννηση για το Xριστό, τα Φώτα για τ' αγιάσμα
- ② sprinkling w. holy water
- ③ holy water (syn αγιασμός 4, αγίασμα 1)
- ④ holy fountain
[fr lateMG άγιασμα ← MG αγίασμα]
- ① sanctification:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιασματάκι [ayazmatáci] το,
- little miraculous spring:
- folkt τ' ουρανού τ' ~ (Megas)
[der of αγίασμα]
- little miraculous spring:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιασματάρι [ayazmatári] το, eccl
- container for holy water, holy water basin, font, stoup (syn αγιασματερό) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιασματάριο το [ajazmatário] Ο41 & αγιασματάρι το [ajazmatári] Ο44α : σκεύος όπου ο ιερέας βάζει το νερό του αγιασμού.
[λόγ. αγιασματ- (αγίασμα) -άριον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιασματάριο [ayazmatário] το, (& αγιασματάρι) (L) eccl
- liturgical book comprising the liturgy of the little αγιασμός and prayers for baptism, wedding, holy unction, burial etc (syn ευχολόγιο)
[fr ἁγιασματάριον, der of ἁγίασμα 'sacrament; consecration (of baptismal water)' w. suff -άριον ←Lat -arium; cf συναξάριο etc]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιασματερό [ayazmateró] το, region.
- holy water stoup, font (syn αγιασματάρι):
- φόρτωσε ένα ταγάρι με τ' αγιασματερά και δυο κοφίνια για τις προσφορές και κίνησε (Prevelakis)
[n of adj αγιασματερός, -ή, -ό]
- holy water stoup, font (syn αγιασματάρι):