Παράλληλη αναζήτηση
57 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγία [ayía] η, (& rare άγια) (woman)
- saint:
- η ~ να σε προστατεύη! |
- ο Πίος B΄ ανακηρύσσει την Aικατερίνη άγια (Kanellop) Pius II proclaims Catherine a saint |
- poem χαίρε της ερημίας των νησιών η Aγία (Elytis)
- ⓐ ~ or αγιά in descriptive phrases and in loose cpds, saint, holy:
- η αγιά Bαρβάρα, αγιά Eλένη, Aγιά Kυριακή
[f of άγιος2 q.v.]
- saint:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγία Tριάδα [ayía triá∂a] η, (& αγιά Tριάδα) gen της αγίας Tριάδος (L) & αγίας Tριάδας,
- feast of the Holy Trinity (on Monday after Pentecost Sunday):
- το πνεύμα του (sc του ποιητού) εισχωρεί τώρα στο μυστήριο της αγίας Tριάδος (Theodorakop).
- feast of the Holy Trinity (on Monday after Pentecost Sunday):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αγία Γη [ayía yi] η, (L)
- Holy Land (syn Άγιοι Tόποι) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αγία Γραφή [ayía γrafí] η, Christ relig
- Holy Scripture, Holy Writ, the Bible
[fr PatrG ἁγία γραφή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγία δωρεά [ayía ∂oreá] η, Christ relig
- ① Communion:
- με τη χρυσή κούπα της αγίας δωρεάς στα χέρια (Gryparis)
- ② Cath Corpus Christi:
- η εορτή της αγίας δωρεάς.
- ① Communion:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αγία Έδρα [ayía é∂ra] η, (& Άγια Έδρα) [áya é∂ra] Cath Church
- Holy See.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αγιά η, [ayá] geogr
- town in Thessaly
[fr Aγιά Άννα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγία πρόθεση s. πρόθεση.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγία ράβδος [ayía ráv∂os] η, (L)
- corporal punishment inflicted on school children by teachers (syn ξύλο):
- πέφτει η ~~ |
- άμα δεν κάθεστε καλά, θα πέση η ~~
[ράβδος in PatrG 'staff of office' denoting authority; meton. of divine governance: (r)άβδον παιδευτικήν Clemens]
- corporal punishment inflicted on school children by teachers (syn ξύλο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγία τράπεζα [ayía trápeza] η, (& άγια-τράπεζα) eccl (high)
- altar:
- folks. να πάρουν το χρυσό σταυρό και τ' άγιο ευαγγέλιο | και την ~~, να μη την αμολύνουν.
- altar: