Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγέρωχος, επίθ.
-
- (Προκ. για άλογο) ατίθασος:
- (Δούκ. 25517).
- Tο ουδ. ως ουσ. = ακαμψία, ακαταδεξιά:
- (Λίβ. N 1485).
[αρχ. επίθ. αγέρωχος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για άλογο) ατίθασος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγέρωχος -η -ο [ajéroxos] Ε5 : υπερήφανος·: Aγέρωχο ύφος. || υπερόπτης, ακατάδεχτος·, που φέρεται περιφρονητικά στους άλλους.
αγέρωχα ΕΠIΡΡ: Οι στρατιώτες βάδιζαν ~. [λόγ. < αρχ. ἀγέρωχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγέρωχος, -η, -ο [ayéroxos]
- ① haughty, overbearing, arrogant (syn φαντασμένος, υπεροπτικός):
- αγέρωχο βάδισμα stalk, strut |
- με το κεφάλι αγέρωχο |
- ~ τύραννος |
- ~ και ακατανίκητος πολεμιστής |
- αγέρωχη αμαζόνα |
- μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση, ~ |
- αγέρωχη στάση, αγέρωχη πόζα |
- αγέρωχη πολιτεία |
- αγέρωχο ύφος haughty air |
- ~ τόνος |
- αγέρωχη ψυχή |
- αγέρωχη υπεροψία haughty arrogance |
- στη σκυθρωπή και αγέρωχη σιλουέτα που τινάζει στα ύψη ο κύριος όγκος του κτιρίου (DVasileiadis) |
- (ο Δάφνις) ο ~ περιφρονητής της Aφροδίτης (Palam) |
- η σημαία κυμάτιζε αγέρωχη (Theotokas) |
- το πιγούνι... κάπως αγέρωχο, που μας κάνει να μαντεύσουμε πνευματικό πείσμα (Chatzinis) |
- poem έναν καημό βαθύ μονάχα είχε (κι ας μην τ' ομολογή) η αγέρωχη αυτή Γραικιά (Kavafis)
- ② haughty, lofty:
- ~ ναός, ~ πύργος, αγέρωχο παλάτι |
- αγέρωχο βουνό |
- δέντρο αγέρωχο |
- αυτό το τέμενος που ανέβαινε πλαστικό και αγέρωχο... σα να βασίλευε πάνω από το πλήθος των... σπιτιών (Karantonis) |
- (ο λαός) κυριεύει λίγο λίγο τον αγέρωχο βράχο της ιστορίας, τον γίγαντα (Terzakis)
[fr MG ← K, AG]
- ① haughty, overbearing, arrogant (syn φαντασμένος, υπεροπτικός):