Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγέρωχα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγέρωχα [ayéroxa] adv
  • haughtily, overbearingly, arrogantly:
    • η κυρία την έκοψε ~ the lady interrupted her haughtily |
    • αποκρούουν τη συμβιβαστική λύση ~ |
    • αυτές οι μακαριότητες... είναι... και μαστιγώματα των Δυνάμεων εκείνων, από τις οποίες θεληματικά και ~ αποξενώθη (Papatsonis) |
    • ο αρχαίος κόσμος παρουσιάζεται ~ τιμητής και καταφρονετής του νέου κόσμου (Chourmouzios) |
    • μπορούν... να τα επικαλεστούν (sc τα ντοκουμέντα) υπερήφανα και ~... οι πιο ένοχοι (Christidis) |
    • poem πάλευε ~ με την αθανασία (AKampas)

[der of αγέρωχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες