Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγέραστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγέραστα [ayérasta] adv
  • in the manner of the ever young; agelessly.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες