Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγέννητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγέννητος -η -ο [ajénitos] Ε5 : 1.που δεν έχει ακόμα γεννηθεί: Aγέννητο παιδί. H γενιά που ήταν αγέννητη το 1930 ανδρώθηκε μέσα στις κακουχίες των πολέμων. Οι πεθαμένοι πρόγονοι και οι απόγονοι οι αγέννητοι. || (για ζώο) που δεν έχει γεννήσει: H κατσίκα είναι αγέννητη ακόμα. 2. (μτφ.) που δεν έχει δημιουργηθεί, εφευρεθεί: Ο κινηματογράφος και το τηλέφωνο ήταν αγέννητα ακόμα όταν ήμουν παιδί. 3. (φιλοσ.) που προϋπάρχει αιώνια· αυθύπαρκτος: Ο Θεός είναι ~. H ύλη είναι αγέννητη.

[αρχ. ἀγέννητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγέννητος, -η, -ο [ayénitos]
  • Ⓐ pass
  • ① ungenerated, unborn:
    • αγέννητο παιδί |
    • το 'χει αγέννητο ακόμα το παιδί (= δεν το 'χει γεννήσει το παιδί) |
    • ο θεός είναι ~ |
    • αγέννητες ψυχές |
    • οι σκιές οι αγέννητες που θα πάνε στη ζωή (Palam) |
    • οι πεθαμένοι πρόγονοι κ' οι απόγονοι οι αγέννητοι (Kazantz) |
    • μια γενεά κιόλας που ήταν αγέννητη ή σε νηπιακή ηλικία (το 1940) (Palaiologos) |
    • folks. κάλλιο να μη γεννιόμουνα, ~ να μείνω |
    • poem και φίλοι μας οι αγέννητοι μόνο κ' οι πεθαμένοι (Malakasis)
  • ⓐ το αγέννητο unborn child:
    • fig unproduced work |
    • μου δυνάμωσε την έμπνευσή μου στη δημιουργία της "Pαχήλ"... που ακόμα ζη στα ολόφωτα μα και στα άμορφα βάθη του αγέννητου (Palam)
  • ⓑ not having come into being, not produced, uncreated:
    • αγέννητα τραγούδια, αγέννητοι στίχοι |
    • ραδιόφωνα, τηλέφωνα, κινηματογράφοι ήταν αγέννητα ακόμα (Kazantz) |
    • καιρού που είχε... την αινιγματική γοητεία των αγέννητων πραγμάτων (Theotokas) |
    • συμβαίνει πολλές φορές ιδέες που θα έμεναν αγέννητες να βρουν μορφή (Panagiotop) |
    • ο στοχασμός... έσβηνε ~ (DChatzis) |
    • poem άγγελε, που είσαι αγέννητη του αιθέριου χαρά (Palam)
  • ⓒ philos of eternal preexistence (sp. also αγένητος ←γίγνομαι) (syn αυθύπαρκτος):
    • η ύλη είναι αγέννητη |
    • η ιδέα... είναι αθάνατη, αιώνια και αγέννητη ουσία (Theodorakop) |
    • το νόημα μένει αγέραστο, γιατί πραγματικά είναι αγέννητο (id.) |
    • η ουσία αυτή που βάζει ως πρώτη αρχή είναι αιώνια... κι αυτή η ίδια είναι αγέννητη και αμετάβλητη (Lambridi) |
    • το ον ως αγέννητο είναι και ανώλεθρο (id.)
  • ② fig future:
    • poem... και είδα | και μέσα στων αγέννητων αιώνων τη θολούρα | καισάρους κλ (Palam) |
    • και σάλπισμα που να μιλή και να ξεφανερώνη | σε βάθη αγέννητου καιρού έναν καινούργιο κόσμο (id.)
  • Ⓑ act not having given birth to young, usu of animals (syn άγεννη):
    • αγέννητη γυναίκα |
    • αγέννητο ζωντανό |
    • η αγελάδα, η γίδα είν' αγέννητη ακόμα

[fr K ἀγέννητος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες