Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγέμιστος -η -ο [ajémistos] Ε5 : που δεν τον έχουν γεμίσει, που δεν είναι γεμάτος· άδειος. ANT γεμισμένος: ~ κουβάς. Aγέμιστη στάμνα. Aγέμιστο τουφέκι / όπλο. Aγέμιστο φεγγάρι, που δεν είναι ακόμα πανσέληνος.
[α- 1 γεμισ- (γεμίζω) -τος (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἀγέμιστος `που δεν έχει φορτωθεί σε καράβι΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγέμιστος, -η, -ο [ayémistos] (& region. αγιόμιστος)
- unfilled:
- ο κουβάς είναι ~, αγέμιστη στάμνα, βαρέλι αγέμιστο
- ⓐ of guns, unloaded:
- του 'δωσε το τουφέκι αγέμιστο
[fr K ἀγέμιστος, cpd of K γεμιστός: γεμίζω]
- unfilled: