Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγέλη η [ajéli] Ο30 : 1.ομάδα ζώων, ιδίως άγριων, που ζουν ή βόσκουν μαζί κοπάδι: Tο χειμώνα, οι λύκοι σχηματίζουν αγέλες, για να μπορούν να κυνηγούν με μεγαλύτερη ευκολία. 2. (μτφ., μειωτ.) πλήθος ατόμων που ενεργεί με έναν τρόπο ομαδικό και τυφλό, όπως η αγέλη των ζώων: Nα σκεφτούν σαν άτομα και όχι σαν ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀγέλη· 2: σημδ. γαλλ. troupeau]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγέλη [ayéli] η,
- ① herd, flock (syn κοπάδι, μπουλούκι, L ποίμνιο):
- μια ~ πρόβατα a flock of sheep
- ⓐ ~ (σκύλων, λύκων) pack
- ⓑ fish. ~ ψαριών swarm or school of fish
- ② multitude, crowd, herb (usu of humans) (syn μπουλούκι):
- δεν είναι στρατός, αλλά ~ |
- ~ ψηφοφόρων herd of voters |
- κοινωνική ~ |
- οι γόητες είναι θύματα της αγέλης των θηλυκών που γοητεύουν (Melas) |
- αγέλες ανθρώπων πλανιούνται ακόμη μέσα σε βαθύ σκοτάδι (Panagiotop) |
- ο σκοπός μας δεν είναι να δημιουργήσουμε μια ~ ηλεκτρονικών εγκεφάλων (id.) |
- ανάγκη να σκεφθούν σαν άτομα κι όχι σαν ~ (Thrylos)
[fr K ← AG]
- ① herd, flock (syn κοπάδι, μπουλούκι, L ποίμνιο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγεληδόν [ayeli∂ón] adv (L, rare)
- ① in flocks, herds, packs (syn κοπαδιαστά)
- ② in a group (of humans), in a body (syn ομαδικά)
[fr kath ← AG]