Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγέλαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγέλαστος -η -ο [ajélastos] Ε5 : που συνήθ. δε γελάει, σκυθρωπός, κατσούφης: ~ άνθρωπος. αγέλαστα ΕΠIΡΡ: Άκουσε ~ τη χαρμόσυνη είδηση.

[αρχ. ἀγέλαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγέλαστος, -η, -ο [ayélastos]
  • ① not laughing, unsmiling, solemn; sullen, morose:
    • ~ άνθρωπος |
    • ~ κύριος |
    • αγέλαστο παιδί |
    • αγέλαστο πρόσωπο |
    • αγέλαστα χείλη |
    • είναι μια γυναίκα αγέλαστη |
    • μια πόλη αγέλαστη |
    • prov μήτε νύφη αγέλαστη μήτε γάμος άκλαυτος |
    • η αγέλαστη φωνή της αλήθειας (Palam) |
    • ήταν λιγόλογος κι ~ (Xenop) |
    • γελούν και οι αγέλαστοι και οι κατηφείς (Palaiologos) |
    • πρώτη φορά στη ζωή μου την αγέλαστη... κατάλαβα πόσο ο θεός είναι πανάγαθος (Kazantz) |
    • του εκφράζαμε το θαυμασμό μας κι αυτός απαντούσε με το ίδιο αγέλαστο ύφος (Myriv) |
    • poem ασάλευτε και αγέλαστε, ποιος είσαι;... ― είμαι το χρέος (Palam) |
    • σε σταυροδρόμια αγέλαστα, όπου οι σκλάβοι | της δουλειάς τυραγνιούνται (Mavilis)
  • ⓐ solemn, somber:
    • τον αγέλαστο βυζαντινό ναό (Tsatsos)
  • ⓑ not causing laughter:
    • prov γελά ο τρελός στ' αγέλαστα the insane person laughs without cause or reason |
    • prov μήτε γάμος άκλαυτος μήτε λείψανο αγέλαστο
  • ② undeceivable; undeceived (syn που δε γελιέται, που δεν ξεγελιέται):
    • δεν άφησε άνθρωπο αγέλαστο |
    • είναι Eβραίος ~ |
    • πώς θα μπορέση και την πείνα του τη θεριεμένη να γελάση, που είν' αγέλαστη; (Vlachogiannis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες