Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγάς ο [aγás] Ο1 : (ιστ.) τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού αξιωματούχου της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. (έκφρ.) σαν ~, δεσποτικά ή πλουσιοπάροχα: Φέρεται / ζει σαν ~. ΦΡ σφάξε με, αγά μου, ν΄ αγιάσω*.
[μσν. αγάς < τουρκ. ağa -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγάς ο.
-
- Tίτλος αξιωματούχων, κυρίως στρατιωτικών, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία:
- ην γαρ αγάς των γιανιτσάρων ο Γιονούς αγάς (Έκθ. χρον. 5118).
- H λ. ως επών.:
- (Δούκ. 21112).
[<τουρκ. ağa· βλ. και Mor. II. H λ. στο Du Cange App. και σήμ.]
- Tίτλος αξιωματούχων, κυρίως στρατιωτικών, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγάς [aγás] ο,
- ① Turk hist aga (agha), title of military or civil officer
- ② Turkish chief of a community (syn προεστός, πρόκριτος):
- καμαρώνει σαν ~ |
- ζη or περνάει σαν ~ (w. all comforts) |
- έφαγα σαν ~ I ate much choice food |
- μας φέρνεται σαν ~ he rules like an absolute despot, tyrannically |
- prov γερόντοι θέλουν χάϊδεμα κι αγάδες θέλουν γρόσια |
- prov phr κόψε με, αγά, ν' αγιάσω behead me, aga, so that I become holy |
- και κρατούσανε στη μέση τον αγά, του κάστρου το ζαμπίτη (Vlachogiannis) |
- μπορούσες μ' ένα μετζιντιέ μπαχσίσι να βάνης τους αγάδες και τους μπέηδες να σου ξεσκονίζουν τα παπούτσια (Myriv) |
- μωρέ χριστιανοί, ξακολούθησε ο ~, σεις είστε για την ώρα οι κερδισμένοι (Prevelakis) |
- folks. να πιάσω αγάδες ζωντανούς και Tούρκους κι Aρβανίτες |
- και σφάζουν Tούρκους σαν τραγιά, αγάδες σαν κριάρια |
- και πήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δυο αγάδες |
- poem κόψε με, έλεγαν, αγά μου, | και τους έκοβεν ο ~ (Solom) |
- αμάν, αγά μου, σφάξε με ν' αγιάσω (Rotas)
[fr Turk aga 'lord']
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαστέρα η,
- βλ. γαστέρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαστός -ή -ό [aγastós] Ε1 : (λόγ.) θαυμαστός, αξιοθαύμαστος: Aγαστή σύμπνοια / συμφωνία / συνεργασία / σύμπτωση.
[λόγ. < αρχ. ἀγαστός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαστός, -ή, -ό [aγastós] (L)
- admirable, wonderful:
- τα κόμματα ψήφισαν το νομοσχέδιο με αγαστή σύμπνοια |
- ξεχάστηκαν όλα και "εχώρησαν" σε αγαστή συνεργασία μαζί του (Ploritis)
[fr AG]
- admirable, wonderful: