Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγάπανθος ο [aγápanθos] Ο20 : καλλωπιστικός κρίνος με άσπρα ή γαλάζια λουλούδια, ιθαγενής της N. Aφρικής.
[λόγ. < νλατ. agapanth(us) -ος < αρχ. ἀγάπ(η) + νλατ. -anthus < αρχ. ἄνθος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγάπανθος [aγápanθos] ο, bot
- agapanthus (Liliaceae), African lily:
- poem κίτρινος ο νερόκρινος | κι ο ~γαλάζος (Melachrinos) |
- οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή (Seferis) |
- να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων (id.).
- agapanthus (Liliaceae), African lily: