Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγάλλομαι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγάλλομαι [aγálome] Ρ1β (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αγαλλιάζω: Tο πνεύμα του αγάλλεται, καθώς αναπολεί τα λόγια του μεγάλου ποιητή. Οι ουρανοί αγάλλονται.

[ελνστ. ἀγάλλομαι, αρχ. σημ.: `είμαι έξαλλος από χαρά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
αγάλλομαι.
  • Aπολαμβάνω κ.:
    • εχαίρετον και ηγάλλετον με την ποθητήν του τα ωραία της κάλλη (Διγ. Άνδρ. 36211).

[αρχ. αγάλλομαι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγάλλομαι [aγálome] (L)
  • rejoice greatly, exult, jubilate (syn αναγαλλιάζω, χαίρομαι, ευφραίνομαι):
    • abs αγάλλεται η ψυχή μου |
    • η πατριωτική σας καρδιά, καρδιά μεγάλου ποιητή, αγάλλεται με τη χαρά ενός ολόκληρου λαού (Palam) |
    • αρίφνητες δυνάμεις ορατές κι αόρατες αγάλλουνται και με ακολουθούν, όταν με αγωνία... ανηφορίζω (Kazantz) |
    • με το τραγικό... θλίβεται ο ψυχοφυσιολογικός, αλλά αγάλλεται ο πνευματικός άνθρωπος μέσα μας (Papanoutsos) |
    • όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος χορεύει, αγάλλεται γιατί αισθάνεται μέθη "οργανική" (id.) |
    • το πνεύμα του αγάλλεται, καθώς αναπολεί τα λόγια του μεγάλου Nαζιανζηνού (Theotokas) |
    • ο άλλος από κείθε πάλι ανάσαινε τη μυρουδιά της γης και έλεγε και αυτός τα δικά του και αγάλλονταν (KTsatsos) |
    • poem Xριστός γεννάται σήμερον εν Bηθλεέμ τη πόλει, | οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη (L) |
    • χάρου, καρδιά μου θλιβερή, και αγάλλου! (Mavilis) |
    • ~ όλος, τ' άγια σου ξεχύνοντας τραγούδια (Sikel) |
    • και να που ως σήμερα μ' εκείνα τα γραφτά του | αγάλλεται η Σιών (id.) |
    • κι αγάλλομουν και γέλασα σαν τρυφερούλα κόρη (Ritsos)
  • ⓐ enjoy sth:
    • poem ποιο είμαι; πούθε ~ τ' ανίδεο φως στα σκότη | κ' έχει η καρδιά μου μέσα της του κεραυνού τη νιότη; (Sikel)

[fr MG ← AG ἀγάλλομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες