Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβόλευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβόλευτος -η -ο [avóleftos] Ε5 : που δεν τον έχουν βολέψει (κάπου). ANT βολεμένος: Όλοι κατάφεραν να τακτοποιηθούν, μόνο αυτός έμεινε ~. || (με έννοια αυτοπάθειας): Πουθενά δεν του άρεσε να καθίσει, ~ άνθρωπος.

[α- 1 βολεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβόλευτος, -η, -ο [avóleftos]
  • ① not capable of being arranged, unaccommodated, uncomfortable (syn ατακτοποίητος, ant βολεμένος):
    • αβόλευτο σπίτι uncomfortable home |
    • ν' αρχίσετε... από τους φτωχούς, από τους αβόλευτους, από τους πονεμένους (Kazantz) |
    • καλά τα βόλεψες τ' αβόλευτα (id.)
  • ② cross-grained, perverse, crabbed (syn δύστροπος, ανοικονόμητος, ανάποδος):
    • τι ~ άνθρωπος!

[fr βολεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες