Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβρός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβρός -ή -ό [avrós] Ε1 : 1.απαλός, τρυφερός, λεπτοκαμωμένος: ~ άνθρωπος. Aβρή γυναίκα / ψυχή. Aβρό πρόσωπο / χέρι / δέρμα. || Aβρές κινήσεις, κομψές. 2. που έχει ευγενικούς και λεπτούς τρόπους: Είναι πάντα ~ στους χαρακτηρισμούς του / στους τρόπους του. αβρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἁβρός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβρός, -ή (& L -ά), -ό [avrós]
  • ① tender, delicate, subtle (syn τρυφερός, απαλός):
    • αβρό δέρμα, αβρό πρόσωπο, αβρό χέρι |
    • αβρά χείλη |
    • ~ άνθρωπος |
    • αβρή ψυχή |
    • άγγελοι, μορφές αβρές (MChatzidakis) |
    • αβρή φωτοσκίαση |
    • είσαι και μέσα στην αβρότατην ύπαρξή σου που σε δείχνει λεπτοκάμωτη τόσο, είσαι... αρκετά δυνατή! (Palam) |
    • σιάχνει την ερμίνα του με αβρότατες κινήσεις (Myriv) |
    • η Zάκυνθος με το διάγραμμα της αβρής καμπύλης της στον αιθέρα (Kokkinos) |
    • το αβρό αυτό αγροτικό ειδύλλιο (Sachinis) |
    • poem μήτε ανθόφυλλα τ' Aπρίλη τόσο αβρά (Malakasis) |
    • λαχτάρες πράες όλο στοργή, στον ήλιο αβρά λουλούδια (Zevgoli)
  • ② courteous, noble, urbane, gentle, elegant (syn ευγενικός, λεπτός):
    • ~ στους τρόπους |
    • αβροί στους χαρακτηρισμούς τους (Palaiologos) |
    • αβρή ποίηση, αβρή τέχνη, αβρό τραγούδι |
    • την παρουσιάζει σχεδόν σαν μια αβρή Γαλλίδα της εποχής (SKarouzou) |
    • του δειχνόταν μια συντρόφισσα αβρή κι αγαθή στο πολύπλοκο ταξίδι του ανάμεσα σε λογιώ εμπόδια (TAthanasiadis) |
    • στις κουβέντες με τις κυρίες ~ και πνευματώδης σαν γάλλος αβάς του 18. αι. (Melas) |
    • έδωσαν τον αβρό επτανησιακό τόνο στο νεοελληνικό μας πολιτισμό (Papanoutsos) |
    • προσπαθούν να κάνουν αβρότερη την ψυχή του (id) |
    • poem κ' ήρθ' ο Θεός ο αβρότατος (Skipis)

[fr kath ← AG ἁβρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες