Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αβράκωτος, επίθ.· αναβράκωτος.
-
- Που δε φορά βρακί:
- (Mαχ. 2686).
[<στερ. α‑ + ουσ. βρακί(ν). H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ., όπως και ο τ. (IΛ)]
- Που δε φορά βρακί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβράκωτος -η -ο [avrákotos] Ε5 : 1.ξεβράκωτος. 2. (παρωχ., πληθ.) οι ακραίοι δημοκρατικοί, στη γαλλική επανάσταση.
[1: α- 1 βρακώ(νω `φορώ σε κπ. βρακί΄ < βρακ(ί) -ώνω) -τος· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. sans culotte]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβράκωτος, -η, -ο [avrákotos] region.
- not having or wearing breeches or underpants (syn ξεβράκωτος):
- οι αβράκωτοι the sans-culottes (extreme republicans during the French revolution).
- not having or wearing breeches or underpants (syn ξεβράκωτος):