Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβούλωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβούλωτος -η -ο [avúlotos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν βουλώσει, δεν του έχουν βάλει βούλωμα, πώμα. ANT βουλωμένος: Aβούλωτο μπουκάλι / βαρέλι. || ΦΡ έχω πολλές τρύπες* αβούλωτες. || Aβούλωτο δόντι, χωρίς σφράγισμα· ασφράγιστο. || Aβούλωτο πεπόνι, που δε δοκιμάστηκε με κόψιμο. ΦΡ στόμα αβούλωτο, άνθρωπος φλύαρος. 2. που δεν του έχουν βάλει βούλα, σφραγίδα: Aβούλωτο γράμμα.

[α- 1 βουλώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβούλωτος, -η, -ο [avúlotos] (sp. also αβούλλωτος)
:
  • αβούλωτο γραμματόσημο uncancelled stamp
  • ① unsealed, open of letter or document (syn ανοιχτός):
    • αβούλωτο γράμμα, φάκελο
  • ⓐ without a stopper, on tap, uncovered, uncorked, open (syn ανοιγμένος, ανοιχτός, ξεβούλωτος):
    • αβούλωτο βαρέλι (πιθάρι) cask on tap |
    • αβούλωτη μποτίλια uncorked bottle
  • ⓑ unstuffed, unblocked, unplugged:
    • αβούλωτο δόντι unfilled cavity of a tooth |
    • poem κι άκουσαν τότε τ' αβούλωτα αφτιά μου | το πρώιμο της ανάστασης τραγούδι (Prevelakis)
  • ② not plugged, for testing the quality of a melon:
    • αβούλωτο καρπούζι, πεπόνι (ant καρπούζι, πεπόνι με τη βούλα)

[cpd of βουλώνω ← MG βουλλώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες