Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβούλιαχτος -η -ο [avúlaxtos] Ε5 : ANT βουλιαγμένος. 1. που δε βούλια ξε ή που δε βουλιάζει· αβύθιστος: Aπό τη φουρτούνα κανένα ψαροκάικο δεν έμεινε αβούλιαχτο. 2. (για οικοδομή, τοίχο κτλ.) που δεν κατέρρευσε ή που δεν έπαθε καθίζηση: Στέγη αβούλιαχτη. Σ΄ ένα μόνο σημείο ο δρόμος έμεινε ~.
[α- 1 βουλιακ- (βουλιάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβούλιαχτος, -η, -ο [avúljaxtos] (& region. αβούλιαστος & αβούλιαγος)
- not sunk or unsinkable:
- από τη φουρτούνα δεν έμεινε καΐκι αβούλιαχτο |
- η βάρκα μου είναι πολύ γερή, αβούλιαχτη
- ⓐ not having subsided, not settled (syn που δεν έπαθε καθίζηση):
- το μέρος αυτό έμεινε αβούλιαχτο
[cpd of βουλιαχτός ← βουλιάζω]
- not sunk or unsinkable: