Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβουτύρωτος -η -ο [avutírotos] Ε5 : που δεν τον έχουν αλείψει με βούτυρο. ANT βουτυρωμένος: Aβουτύρωτη φρυγανιά. Aβουτύρωτο ταψί.
[α- 1 βουτυρώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβουτύρωτος, -η, -ο [avutírotos]
- not made w. butter or unbuttered (ant βουτυρωμένος, βουτυράτος):
- αβουτύρωτη φρυγανιά |
- αβουτύρωτα κουλουράκια, μπισκότα, παξιμάδια |
- αβουτύρωτο φαΐ
- ⓐ whose butter has been extracted, skim (syn αποβουτυρωμένος, ξεβουτυρωμένος):
- γάλα, τυρί αβουτύρωτο
[cpd of βουτυρώνω]
- not made w. butter or unbuttered (ant βουτυρωμένος, βουτυράτος):