Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβουλησία η [avulisía] Ο25 : αβουλία2.
[λόγ. < ελνστ. ἀβουλησία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβουλησία [avulisía] η, (L)
- lack of willpower (syn αβουλία 1a & b) .