Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αβοκάτος ο· αβοκάτης· αβουκάτος.
-
- Δικηγόρος:
- (Aσσίζ. 289, 3412).
[<ιταλ. avvocato. O τ. αβου‑ (Meursius) και η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Δικηγόρος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβοκάτος [avokátos] ο, obsolesc
- lawyer, counsel for the defense, defender, advocate (syn συνήγορος):
- δεν το καταδεχότανε να ζη τίμιος ~ |
- poem ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες, οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι (Palam)
[fr MG αβοκάτος ← It avvocato 'lawyer']
- lawyer, counsel for the defense, defender, advocate (syn συνήγορος):
[Λεξικό Κριαρά]
- αβοκατοσύνη η.
-
- Tο να δικηγορεί κανείς:
- καλός εις την αβοκατοσύνην (Σουμμ., Pεμπελ. 171).
[<ουσ. αβοκάτος + κατάλ. ‑σύνη]
- Tο να δικηγορεί κανείς: