Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβοήθητος -η -ο [avoíθitos] Ε5 : που δεν τον βοήθησε, δεν τον υποστήριξε κανένας: Πέθανε ο άντρας της κι έμεινε μόνη και αβοήθητη, απροστάτευτη. Έβλεπαν τον άνθρωπο να πνίγεται κι όμως τον άφησαν αβοήθητο.
αβοήθητα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ἀβοήθητος, αρχ. σημ.: `που δε θεραπεύεται΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβοήθητος, -η, -ο [avoíθitos]
- without help, unaided, unassisted:
- θα 'ταν αδύνατο να περπατήση ~ (Xenop) |
- δε μπορούσα και να την αφήσω αβοήθητη (Theotokas) |
- πολέμησε στην αρχή μονάχος κι ~ (Prevelakis) |
- η οικοδέσποινα επωμίζεται... αβοήθητη τα βάρη του οίκου (Palaiologos) |
- ~ μοχθεί ο δήμαρχος (id.) |
- η βούληση αβοήθητη είναι δύναμη τυφλή και απείθαρχη (Papanoutsos) |
- βρέθηκε μόνος και ~ και... απέτυχε παταγωδώς (id.) |
- οι ανεφοδιασμοί σταματάνε σχεδόν, ο στρατός πορεύεται ~ (Terzakis) |
- poem φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ' έρμη εσύ φλόγα, κρύψου (Palam)
[fr K ← AG ἀβοήθητος]
- without help, unaided, unassisted: