Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβλεψία η [avlepsía] Ο25 : απροσεξία, αμέλεια της στιγμής· παραδρομή: Δεν είναι και κανένα βαρύ λάθος· μια ~ απλή ήταν. Tυπογραφικές αβλεψίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀβλεψία `ανικανότητα να δει κανείς΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβλεψία [avlepsía] η, (L)
- carelessness, inattention, inadvertence, oversight (syn απροσεξία, παραδρομή):
- τα λάθη που πρέπει να αποδοθούν σε αβλεψίες μου την ώρα που έγραφα (Kanellop) |
- από ~ και παραδρομή έχει κι αυτός πέσει στο λάθος που ελέγχει εδώ (Papanoutsos)
- ⓐ λάθος εξ αβλεψίας or ~ error by inadvertence, erratum (syn αβλέπτημα, παρόραμα):
- οι αβλεψίες της κριτικής ωστόσο δε μ' εσκότιζαν διόλου (Melas) |
- τυπογραφικές αβλεψίες (syn τυπογραφικά λάθη)
[fr K ἀβλεψία]
- carelessness, inattention, inadvertence, oversight (syn απροσεξία, παραδρομή):